- κλεφτοκοτάς
- ο1. αυτός που κλέβει κότες, ορνιθοκλέπτης2. αυτός που κλέβει μικρής αξίας πράγματα, μικροκλέφτης, ευτελής κλέφτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + κότα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλεφτοκοτάς — ο αυτός που κλέβει κότες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλέπακας — ο 1. αρσενική αλεπού 2. ορνιθοκλέφτης, κλεφτοκοτάς … Dictionary of Greek
κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι … Dictionary of Greek
ορνιθοκλέφτης — και ορνιθοκλέπτης, και ορνιθοκλόπος, ο, θηλ. ορνιθοκλέπτρια (Α ὀρνιθοκλέπτης) αυτός που κλέβει όρνιθες, κλεφτοκοτάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + κλέπτης. Ο τ. ὀρνιθοκλόπος < ὄρνις + κλόπος (< κλοπή)] … Dictionary of Greek